- ακαταδεξία
- η και ακαταδεξιά, η [ακατάδεκτος]περηφάνια, υπεροψία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακαταδεξία — ακαταδεξία, η και ακαταδεξιά, η περηφάνια: Είδες ακαταδεξιά που την έχει; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακατάδεκτος — η, ο και ακατάδεχτος (Μ ἀκατάδεκτος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν καταδέχεται τους άλλους, υπερήφανος, ψηλομύτης μσν. ο ανυπόφορος, αυτός που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + καταδέχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταδεξία] … Dictionary of Greek
ακαταδεχτοσύνη — η [ακατάδεχτος] η ακαταδεξία … Dictionary of Greek
πόζα — η, Ν 1. προσεγμένη, προετοιμασμένη στάση που παίρνει κάποιος για να φωτογραφηθεί ή για να χρησιμοποιηθεί ως μοντέλο από καλλιτέχνη 2. προσποιητή σοβαρότητα, ακαταδεξιά 3. στάση τού σώματος κατά τη συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. ιταλ.… … Dictionary of Greek
αγερωχία — η περηφάνια, ακαταδεξιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περηφάνια — η 1. αξιοπρέπεια, καμάρι. 2. αλαζονεία, ακαταδεξιά, υπεροψία, έπαρση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)